Δεν έχουν σημασία τα κείμενα... σημασία έχει αυτό που δημιουργείται μέσα από το
κενό... αυτό που ξεκινά να αρθρώνεται έστω και χωρίς νόημα... εξάλλου πιο είναι
το νόημα, αν όχι οι πορεία που οι λέξεις παίρνουν, καθώς εσύ μόνο τις καταγράφεις,
χωρίς να τις κρίνεις, χωρίς να χαρακτηρίζεις, χωρίς να υποθέτεις, με εμπιστοσύνη
και όχι προσδοκία για το αποτέλεσμα ή το μη αποτέλεσμα
Η άμορφη παρέλαση από χρώματα, μνήμες παλιές, πρόσωπα, ενοχές, μνήμες νέες,
μνήμες σύμβολα, από αυτό που τώρα κοιτώ, από αυτό που αισθάνομαι, από αυτό
που δημιουργείται... παίρνει μορφή
Δες τους πρωταγωνιστές, κάποιο λόγο έχουν που εμφανίστηκαν στο χαρτί σου.
Παίξε με τα παιδικά σου στρατιωτάκια και φτιάξε μία ιστορία...
οι πρωταγωνιστές :
το μαύρο
δύο λουλούδια σε απέραντο γαλάζιο
το καπέλο, το μυρμήγκι κι η ελιά
ένα καρφί κι ένα σάπιο καράβι
μια νεράιδα με γκρίζα μαλλιά
ένας ζητιάνος μόνος και πεινασμένος
δύο άνθρωποι
Μια φορά κι έναν καιρό, το μαύρο.
Δεν ξέρω αν το θέλω... να μη σκέφτομαι... αλλά η μορφή
ξεπροβάλλει σαν τον πατέρα μου, μέσα απ' το σκοτάδι
και το μαύρο του δαχτύλου μου το αποτυπώνει στο χαρτί.
Συγνώμη για το μαύρο μου
Αλλά υπάρχει φως...
Μια φορά κι έναν καιρό, δύο λουλούδια σε απέραντο γαλάζιο
κι ένας άνεμος λίγο αλμυρός
τι ευχαρίστηση
τι χαμόγελο
τι φακίδες...
στα μάγουλά τους (μικρά παιδιά)
τα έζησα εγώ αυτά ;
Λάσπες και σκουπίδια, να μη φέρετε στο σπίτι, λέει η μαμά...
αλλά την αγαπώ πολύ. Για πάντα
Μια φορά κι έναν καιρό, βιαζόμουν να βγάλω το καπέλο
κι ένα μυρμήγκι ξεφύτρωσε εκεί, και έτρεξε να φύγει...
Μια ελιά... μια ελιά τι ;
Ο ίσκιος της ελιάς...
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα καρφί κι ένα σάπιο καράβι.
Μια εικόνα του Εσταυρωμένου, στο κατάρτι, πεταμένα σκοινιά.
Ένα καβούρι στη σκιά
κι ο άνεμος, το κύμα...
Ένα ναυάγιο σε πράσινη ακτή.
Ένα σκουπίδι που δεν υπάρχει.
Τόσο μπλε... Τόσο απέραντο μπλε
Μια φορά κι έναν καιρό, μια νεράιδα με γκρίζα μαλλιά
πήγε στο κομμωτήριο και χαμογέλασε... χαμογέλασα κι εγώ
και ξεχάσαμε τις γκρίζες τρίχες και τα σκονισμένα πανιά !
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας ζητιάνος μόνος και πεινασμένος,
σερνόταν στον δρόμο όπου περνούσαν τα κάρα.
Τον είδε ο παππούς μου και τον πήρε μαζί του.
Ήταν κρύα η νύχτα. Η γιαγιά είχε μαγειρέψει και δεν ήθελε να μοιραστεί
το φαγητό της. Τότε ο παππούς άνοιξε μια τρύπα στο κέντρο του τραπεζιού
και άφησε να χυθεί το περίσσιο φαγητό. Αυτό έγινε χρυσάφι στο στόμα του ζητιάνου,
που όταν πια χαμογελούσε γέμιζε δύναμη τους περαστικούς.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δύο άνθρωποι.
Ο ένας ήθελε να πάει δεξιά, ο άλλος αριστερά.
Κοίταξαν κι οι δυό τον ήλιο,
κοίταξαν κι οι δυό τα δέντρα
κοίταξαν την γη.
Ένα μυρμήγκι πήγαινε δεξιά, ένα άλλο αριστερά,
κι ήταν πολλά μαζί σε διάφορες κατευθύνσεις.
Τότε κατάλαβαν ότι το δεξί χέρι του ενός κρατούσε το αριστερό του άλλου
κι ήταν μαζί, κι ο χώρος ήταν παντού...
κι ο χρόνος ακίνητος τίκι τακ τίκι τάκ
γυρνούσε