Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα
κάτω από το παράθυρό μου, θα 'ταν
εφτά περίπου, μια γυναίκα ήταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνωρα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους,
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε με ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια, σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ' ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:
- Άκουσε ακόμα τούτο. Στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα,
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
- Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας...
- Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
Κι όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο, κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος,
λυγίζουν, γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς.
.............................- Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο.
- Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δεν γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
....................................Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
την μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου,
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά,
την ηδονή τους.
..............................Όπως όταν
γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής.
..................................Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα, εσύ είσαι το ρημάδι,
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου,
μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί...
.......................................- Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα.
...............- ... γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... καλή-
.........νύχτα.
...
("Ο Ηδονικός Ελπήνωρ" Γ. Σεφέρης)
.