Κάποτε αδύναμος απ' τον πλαταγισμό δακρύων που χάνονται χωρίς πρόσωπο , βρέθηκε και στέριωσε σε μιαν απάνθρωπη ακτή μακριά απ' τα βλέμματα των επιτυχημένων . Φορές φορές σκεπτόταν ότι ο γκρεμός που υψωνόταν μπροστά του , ήταν το τείχος μιας μοναχικής ζωής , ένας καθρέπτης , το φλάμπουρο που ύψωσε ο Καπετάν Ατρόμητος , ο Καπετάν Φρη .
Ο χρόνος περνά και το θαλασσινό τοπίο δεν αλλάζει , μόνο παγώνει και θερμαίνεται , παγώνει και θερμαίνεται . Στην ανεμοζάλη του χειμώνα ονειρευόταν δύο χέρια να υψώνει κι αυτά να βροντούν το όχι τους στην κατακόρυφη κοιλάδα του ανάποδου. Άλλες φορές τα χέρια του μάτωναν , άλλες φορές κόβονταν και γίνονταν φτερά και σπάνια, πολύ σπάνια , η οθόνη της φαντασίας του αντανακλούσε μία καταστροφή… συσπείρωση και γκρέμισμα του όρθιου αναστήματος . Με τα μηνύματα της άνοιξης αναθυμόταν γεύσεις κι αισθήσεις , την ικανοποίηση του στομαχιού . Ονειρευόταν ένα στόμα που διψούσε μα χόρταινε , ρουφούσε νερό με το πράσινο πέπλο του , χαιρόταν το κύμα… για λίγο , γιατί γρήγορα ξεφύτρωναν οι βαρκάρηδες του καλοκαιριού , εφώναζαν και παίζαν . Τι εκκωφαντικά ακούγεται το κρώξιμο των γέλιων στα χαμηλά της θάλασσας ! Η χαρά της επιφάνειας , το παιχνίδι με τον ήλιο , η γλυκιά απαλότητα με την ευφρόσυνη αλμύρα , δεν συγγενεύουν με τον βυθό , με την
κοιλάδα του ψυχικού ασυνείδητου… γιατί το ασυνείδητο , αυτή η διάσημη λέξη , βόσκει τη σάρκα της , στο σκοτεινό και υγρό λιβάδι των ακατάστατων ορμών μας… ο βυθός αναπαριστάτε σε πλήθος ζωγραφιές τρελλών… άκουσα κάτι του στυλ , μη κοιτάτε στα βαθειά , πιστέψτε ότι η αρχέγονη κραυγή ελευθερώνεται απ’ το αναποφάσιστο ψαράκι της ακτής…
Το καλοκαίρι πέρασε χωρίς φωνή , χωρίς τη δυνατότητα αντίστασης και στην ελάχιστη κίνηση . Επιθυμούσε τη σκιά , τα κρύα ρίγη να εναλλάσσονται με τα ζεστά , σαν αποτέλεσμα , ονειρευόταν την τελευταία ανάσα και την εκσπερμάτωση του κρεμασμένου . Ένα σεντόνι ήρθε και σκέπασε τη λύπη του… το φθινόπωρο ήρθε… η ζωή μελαγχόλησε , μια γλυκιά μελωδία γεννήθηκε . Με συνοδεία το φεγγάρι ονειρεύτηκε ένα τρελό χορό . Όλα συμμάχησαν κι αγκαλιάστηκαν , σπαρτάρησαν από θύμησες , δάκρυσαν και γέλασαν , ποτέ δεν κιτρίνισαν . Η ησυχία χρωστά στην Περσεφόνη το φθινοπωρινό πυρετό της… η θάλασσα δεν ξαναγεννιέται γιατί συνέχεια τραγουδά… ο φίκος χόρευε πότε με ένα χταπόδι , πότε με μια μικρή γαρίδα, με τον κάβουρα τον μαστροπό και με το πέτρινο αφηρημένο ψάρι .
Κάποια μέρα καθώς μεθούσε στον ορίζοντα της σκέψης , με τις σταγόνες της βροχής, ένας θόρυβος , μία θραύση , της υγρής κατάδυσης , ένας δρόμος ανοίχτηκε προς την αγκαλιά του , μια νεαρή κοπέλα ξάπλωσε στο στρώμα του . Ευθύς θυμήθηκε την νεράιδα που στοίχειωσε το σώμα του… Μία μαγική φωνή γκρέμισε την χαύνωσή του και πρόφερε…
- Είσαι εσύ ;
Η κοπέλα δεν απάντησε , μόνο έπλεξε λίγες σταγόνες αίμα με το αλμυρό σύμπαν…
- Εσύ θα είσαι !
Η κοπέλα είχε κλειστά τα μάτια , δεν άκουγε τις επιθυμίες μας . για χρόνια πρόσμενε κάποιον νεαρό φοιτητή… αυτός δεν ερχόταν . Βολτάριζε συχνά στις κόψεις της γης , αγνάντευε τον θάνατο . Αρνιόταν τις προσταγές της φύσης , τριγυρνούσε μόνο . Ο φοιτητής , όπως κι εμείς όλοι , ποθούσε να ερωτευτεί μια χάρτινη γυναίκα , την ηρωίδα μιας φυλλάδας , το μοιραίο άγγιγμα . Μια μέρα , άνοιξε ένα βιβλίο κι ευθύς γεννήθηκε μια εικόνα… σ’ αυτήν έτρεξε , μ’ αυτήν ξάπλωσε , μ’ αυτήν ένωσε την ψυχή με το σύμπαν…
Η κοπέλα κείτονταν τώρα νεκρή και το χειρότερο , αζήτητη . Έμεινε εκεί τρεις ολόκληρους μήνες , μες στην αγκαλιά του μαγεμένου φύκου . Οι πόθοι που ξύπνησαν, η λαχτάρα για μιαν αλήθεια , για ένα συνηθισμένο σ’ αγαπώ . Την κρατούσε αγκαλιά , μοιρολογούσε κι αγρίευε στα πεινασμένα ψάρια μα ήταν ανήμπορος… την έβλεπε μόνο να σπέρνει τα κομμάτια της , να λιώνει να ασκημίζει . Προσπαθούσε να φανταστεί τη φωνή της… καταριόταν τη μοίρα του .
Το πανηγύρι στήθηκε καιρό γύρω από το άψυχο σαρκίο , τα μαλλιά της χτένιζαν τους λαθρεπιβάτες . Ο φύκος έφτασε στο σημείο να επιθυμεί τον γυμνωμένο θάνατο , ονειρευόταν να ρουφά ιδρώτα από χίλιες πληγές , ονειρευόταν ένα φιλί και μια βίαιη κίνηση , ονειρευόταν τον παρθενικό υμένα σινιάλο για βάρβαρες γοές . Μέσα στην αμαρτία βουτηγμένος δεν μέτρησε τις μέρες και τις νύχτες που περνούσαν… ο χειμώνας ήρθε και του την πήρε .
Οι γέροι πεθαίνουν συχνά τον χειμώνα , καθώς κρυώνουν συρρικνώνονται σ’ ένα κέντρο άρρωστο , αντικρίζουν αυτά που έχασαν , τις κενές ώρες , τις απραγματοποίητες ιδέες . Πόσο γέρος αισθανόταν ο φύκος ! Το ρολόι έμοιαζε να έχει σταματήσει… όνειρα που δεν υπήρχαν . Εκτελούσε τις σκέψεις στεγνά , αφέθηκε στο ρεύμα , κοιτούσε και δεν κοιτούσε .
Όταν η άνοιξη μπήκε μετά από πολλές καταιγίδες , τον πλησίασε να τον ζεστάνει μα αυτός γέλασε… χόρεψε με τα παιχνιδίσματα του φωτός μα όλο γλιστρούσε , όλο και δεν υπήρχε . Η απουσία ξέρω πως γεννιέται… αρκεί να κυριαρχεί ο φόβος . Σταμάτησε να ελπίζει κι έγινε υπολογιστής . Ο βυθός μοιάζει σαν ένας κρυψώνας μα το κρυφό χρειάζεται κάτι ακόμα πιο κρυφό για να μην συναπαντήσει τον εαυτό του . Ο φύκος σταμάτησε να προσφέρει στέγη σε φίλους και μη , φανέρωνε γενιές συντρόφων . Έγινε άσχημος και λερός , όλοι τον κουτσομπόλευαν , τα ερωτευμένα ψάρια απέστρεφαν τα ασημένια κάλλη τους , οι αστερίες πολεμούσαν τις ρίζες του .
Τα πάντα ξαναγεννήθηκαν χωρίς αυτόν… πάγωσαν οι εποχές… ίσως να πέρασαν χρόνια . Στις μυθικές χώρες που συναντιόμαστε ξεχνάμε τις αισθήσεις του δειλινού της χαραυγής , του μεσημεριού της νύχτας . Το ηλεκτρικό μαστίζει την φαντασία μας κι ο πολιτισμός κλέβει κάτι απ’ τις ανάγκες μας… την εναλλαγή , όχι το νταπ νταπ των μηχανών , αλλά την ελικοειδή πρόσφυση της αναπνοής με το χρόνο…
Ο φύκος στεκόταν τώρα καταμεσής μιας άλλης άνοιξης , οι γείτονες τον είχαν συνηθίσει κι η μοίρα είχε δέσει τον ιστό της , σκηνοθέτης αισθητικός… διάλεξε εκείνη τη μέρα να την ενορχηστρώσει τρελά , μια μέρα μια στιγμή αναποφάσιστη . Ο ήλιος κρυβόταν και ξεπρόβαλε , άστραφτε και σκοτείνιαζε… τα σύννεφα περαστικά , τρέχαν στον τόπο που ποθούμε… μεγάλα σύννεφα , πότε μικρά… πότε μικρά να χαλιναγωγούν την μοναδικότητα , να πλάθονται μεγάλα… πότε μεγάλα να αναλύουν την υποκειμενικότητα , να κόβονται κομμάτια , να χάνονται . Σουρούπωνε κι ο φύκος έλπιζε να ισορροπήσει στο σκοτάδι . Άγρια η άνοιξη κι η τύχη αγέραστη να σκαρώνει παιχνίδια… ένα αφρόντιστο πλαφ , ξεσπίτωσε ξαφνικά μερικούς γειτόνους , ένα καβούρι γκρεμίστηκε σε μια αμμώδη σπηλιά συναντώντας το θηλυκό και μια κοπέλα κάτασπρη αγκύλωσε τον φύκο… τον αγκάλιασε , τον άρπαξε , τον τράβηξε… η ζωή τον πήρε μαζί της , απεγνωσμένα τον πλήγωσε , δάκρυσε για μια ανάσα , αναδύθηκαν μαζί… ούρλιαξε με το αρχαϊκό Α… όπως λέμε Αρχή και…
Το σούρουπο είχε έρθει για τα καλά , ο βράχος έριχνε τη σκιά του , ερεθιζόταν η ακοή μόνο με τις αναπνοές και το ήρεμο κύμα . Ήταν δύο… άνθρωποι μαζί . Ο Καπετάν Φρη κρατούσε ανοιχτά τα σπλάχνα του για λίγο ανθρώπινο αέρα κι αυτός ο αέρας είχε αποκτήσει τώρα , αξία κρασιού ταξιδευτή , μιλούσε στα στόματά τους… τα δύο χείλη τα γυναικεία , κόκκινα γλυκά , να περιμένουν να παίζουν… τα δυό χείλη τα αντρικά , τραχιά κι αθώα , απ’ τη μοναξιά κουρασμένα . Πριν πέσει το σκοτάδι , είχαν βρεθεί κι οι δυο στην ακτή - αν μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ακτή αυτές τις κόγχες - γευόταν ο καθένας το σώμα του… απίστευτο !
- Είσαι εσύ… είπε με βεβαιότητα ο Καπετάν Φρη .
-Έζησα… είπε η κοπέλα , κατάπιε έναν λυγμό , γέλασε και έκλαψε . Η γη ήταν τόσο φιλική !
- Είναι καιρός που σε περίμενα… δεν γνώριζα…
- Βούτηξα απ’ τον γκρεμό με μια πνοή , ζήτησα τον θάνατό μου… βούτηξα στο ποθητό κενοτάφιο , άγγιξα τη ζωή στον πυθμένα της υγρής απόγνωσης , έσφιξα τα δόντια άρπαξα ένα σημάδι , το κράτησα δικό μου , αναδύθηκα , έζησα . Μοιάζει η μοίρα να με κράτησε απ’ το χέρι και να με πήγε μια βόλτα . Στο δρόμο μου έδειξε τη ζωή και το θάνατο . Παντρεύτηκα μαζί τους και ερωτεύτηκα .
- Μοιάζει ο δρόμος μου να είχε τελειώσει . Έφτιαξα την εικόνα μου , στολίστηκα έναν τίτλο , παγιδεύτηκα στο σπίτι των ωκεανών , έχασα τα μάτια μου , βρέθηκα σ’ ένα σήμαντρο… χτυπούσαν οι εποχές την καμπάνα κι εγώ έπλεα για μια υπόσχεση . Όναιρα είναι και οι εφιάλτες και τιμωρήθηκα… μίσησα το βράχο αυτό , ζήλεψα τους αυτόχειρες. Κοιμήθηκα με το πείσμα μου , το μένος για τη μονότονη κίνηση ήταν μεγάλο . Σήμερα μόλις με ξεγέλασε ο ήλιος… στεκόμουν και ποθούσα το σκοτάδι , το σκοτάδι που έρχεται τώρα . Να κρυφτώ από ποιον…; Τώρα το φεγγάρι με διαπερνά φιλικά κι εγώ δίνομαι στις ακτίνες του . Αρκούσε ένα χέρι , το δικό σου , για να αναστηθώ . Πάντα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή .
- Τι θα κάνουμε τώρα ;
- Θα περάσουμε την ώρα , θα μιλήσουμε , θα αγγιχτούμε , θα σχεδιάσουμε , θα παίξουμε με τ’ αστέρια.
Το σκοτάδι είχε πέσει και `γω με την πένα μου σημειώνω το λογικό τέλος . Η νεράιδα είπε… ο πόθος μεταμορφώνει , κι εγώ λέω… ο πόθος κρύβεται , χρειάζεται σκιά και χρόνο .
( Έργα : 1 Adam Fuss - 2,3,5 Margaret Tait - 4,6 Peter Callesen )