Η ιστορία του Καπετάν Φρη , απλή . Ταξίδευε και ψάρευε , ταξίδευε και ψάρευε . Τα κύματα μεγάλα κάποιες φορές , μεγάλοι κι οι κίνδυνοι , μ' αυτός γλυστρούσε γαλήνεια , σοφός , μετρώντας τ' 'αστρα , τους οιωνούς... ταξίδευε και ψάρευε... αυτό... δε φοβόταν , χαμογελούσε στον γέρο Ήλιο , στο φεγγάρι που του 'κλεινε το μάτι , κι ονειρευόταν... αγκαλιές ονειρευόταν , μα ο ύπνος τον έπαιρνε μαζί με το κύμα . Όλα μείναν ιδέες μέσα σε μια θάλασσα που δεν τελειώνει.
Μιά μέρα , μεσημέρι ώρα με τον Ήλιο ψηλά σε απροσπέλαστη όψη , ένας άνεμος ήρθε προειδοποίηση δεύτερου... δεύτερος άνεμος ήρθε προειδοποίηση σφοδρότερου τρίτου... τρίτος άνεμος ήρθε , πρειδοποίηση - καμία σχέση με φτερωτή καντάδα - της ερχόμενης καταστροφής... και μιας και πρόδοσα το σχέδιο της μοίρας , λέω ότι, ο άνεμος αυτός ο τελευταίος , στόχο έβαλε να πάρει τον Καπετάν Φρη και να τον σεργιανίσει βαθειά στα κύματα.
Αχ , πως το δάκρυ σβήστηκε απ' τον αγέρα καθώς ο Φρη πέταξε μιά χεριά , κουπιά , ν' αγγίξει την λικνιστή , αγκιστρωμένη στον άνεμο , μέλλουσα νεόνυμφη των ναυαγίων , βάρκα του ! Ο πνιγμός είναι κατάληξη των ανάξιων και άμοιρων ναυτικών , μα ετούτος εδώ είχε μιά μοίρα γεμάτη σαν κολοκύθα , γι' αυτό και το κοίτος Τριξ έκοψε με πλάγιο μάτι μιά επενδυτική ευκαιρία να μπει στην ιστορία... άνοιξε το στόμα του κι ένα μπανάλ χαψ έκρουσε στη μυθοπλαστική ανάγκη του μυαλού μας .
Που βρισκόμαστε κύριοι ! Σε τέτοιους εξωφρενικά δυσοίωνους καιρούς ! Τι μου θυμίζει αυτό το χαψ , κι αυτό το κύλισμα , γαργάλισμα στον ουρανίσκο , βουτιά στον οισοφάγο , άπεπτο μενού ! Πόσο η απογοήτευση κι η γκρίνια είναι συνοδοί μας σ' αυτή την κρατική μεσαίωνη πλεξούδα με γραφεία χωρίς κομπινεζόν και ξέχειλες ζαρτιέρες , χωρίς μια προοπτική ηδονής και...
Τι φρίκη ! θα σκέφτηκε ο Καπετάν Φρη προχωρώντας σ' έναν οισοφάγο με κραυγές ψαριών να υψώνονται απ' το βάθος , να απαντούν στις τυμπανοκρουσίες μιας γαλέρας , βυθισμένης διότι βαραίνουν οι καρδιές των σκλάβων μες στις αμαρτίες των μαστιγωτών τους . Και βρέθηκε ο Φρη εκεί , στο στομάχι του κήτους Τριξ - χώρος ανοιγμένος με πύρινα οστά - σ' έναν ουρανό σάρκας επί σαρκός... και γαντζώθηκε ο καημένος σ' ένα ώχρινο οστό , τα πόδια του σάλευαν κατά τα κέφια του κήτους , ο θυμός εζούρλαινε τις στομαχικές κατακόμβες και τα νερά θόλωναν από αμάσητα φύκια . Εκεί αναρωτήθηκε αν αμιά ζωή άδεια από έλη και στεναγμούς , γεμάτη από ώσεις , αντιστάσεις κι εκτινάξεις ενός μαγικού ψαροκάλαμου , φονιά γλυκυτάτων γοργόφτερων ψαριών , μπορεί να λάβει τέλος .
Αισθάνθηκε μόνος , για πρώτη φορά . Ο Ήλιος που χάθηκε δεν θα εφώτιζε ξανά μιά φαντασία , ένα όνειρο μιας καλής κοπέλας... ψαρούς βέβαια . Τα μαλλιά που την έλουζαν χρυσή αισθάνθηκε να μαραίνονται , όπως ο κορμός του ο ίσιος , μαραινόταν τώρα μες στα αχώνευτα νερά . Απειθάρχητες οι σκέψεις κι αυτός να ακούει την βάρκα του την αβάπτιστη βαθειά να τον προσβάλει , να φωνάζει , άδραξε το τιμόνι , βάστα όρτσα . Τι κατάντια !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου