Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Ο Καπετάν Φρη ( μέρος 3ο... και τελευταίο )


Κάποτε αδύναμος απ' τον πλαταγισμό δακρύων που χάνονται χωρίς πρόσωπο , βρέθηκε και στέριωσε σε μιαν απάνθρωπη ακτή μακριά απ' τα βλέμματα των επιτυχημένων . Φορές φορές σκεπτόταν ότι ο γκρεμός που υψωνόταν μπροστά του , ήταν το τείχος μιας μοναχικής ζωής , ένας καθρέπτης , το φλάμπουρο που ύψωσε ο Καπετάν Ατρόμητος , ο Καπετάν Φρη .

Ο χρόνος περνά και το θαλασσινό τοπίο δεν αλλάζει , μόνο παγώνει και θερμαίνεται , παγώνει και θερμαίνεται . Στην ανεμοζάλη του χειμώνα ονειρευόταν δύο χέρια να υψώνει κι αυτά να βροντούν το όχι τους στην κατακόρυφη κοιλάδα του ανάποδου. Άλλες φορές τα χέρια του μάτωναν , άλλες φορές κόβονταν και γίνονταν φτερά και σπάνια, πολύ σπάνια , η οθόνη της φαντασίας του αντανακλούσε μία καταστροφή… συσπείρωση και γκρέμισμα του όρθιου αναστήματος . Με τα μηνύματα της άνοιξης αναθυμόταν γεύσεις κι αισθήσεις , την ικανοποίηση του στομαχιού . Ονειρευόταν ένα στόμα που διψούσε μα χόρταινε , ρουφούσε νερό με το πράσινο πέπλο του , χαιρόταν το κύμα… για λίγο , γιατί γρήγορα ξεφύτρωναν οι βαρκάρηδες του καλοκαιριού , εφώναζαν και παίζαν . Τι εκκωφαντικά ακούγεται το κρώξιμο των γέλιων στα χαμηλά της θάλασσας ! Η χαρά της επιφάνειας , το παιχνίδι με τον ήλιο , η γλυκιά απαλότητα με την ευφρόσυνη αλμύρα , δεν συγγενεύουν με τον βυθό , με την κοιλάδα του ψυχικού ασυνείδητου… γιατί το ασυνείδητο , αυτή η διάσημη λέξη , βόσκει τη σάρκα της , στο σκοτεινό και υγρό λιβάδι των ακατάστατων ορμών μας… ο βυθός αναπαριστάτε σε πλήθος ζωγραφιές τρελλών… άκουσα κάτι του στυλ , μη κοιτάτε στα βαθειά , πιστέψτε ότι η αρχέγονη κραυγή ελευθερώνεται απ’ το αναποφάσιστο ψαράκι της ακτής…

Το καλοκαίρι πέρασε χωρίς φωνή , χωρίς τη δυνατότητα αντίστασης και στην ελάχιστη κίνηση . Επιθυμούσε τη σκιά , τα κρύα ρίγη να εναλλάσσονται με τα ζεστά , σαν αποτέλεσμα , ονειρευόταν την τελευταία ανάσα και την εκσπερμάτωση του κρεμασμένου . Ένα σεντόνι ήρθε και σκέπασε τη λύπη του… το φθινόπωρο ήρθε… η ζωή μελαγχόλησε , μια γλυκιά μελωδία γεννήθηκε . Με συνοδεία το φεγγάρι ονειρεύτηκε ένα τρελό χορό . Όλα συμμάχησαν κι αγκαλιάστηκαν , σπαρτάρησαν από θύμησες , δάκρυσαν και γέλασαν , ποτέ δεν κιτρίνισαν . Η ησυχία χρωστά στην Περσεφόνη το φθινοπωρινό πυρετό της… η θάλασσα δεν ξαναγεννιέται γιατί συνέχεια τραγουδά… ο φίκος χόρευε πότε με ένα χταπόδι , πότε με μια μικρή γαρίδα, με τον κάβουρα τον μαστροπό και με το πέτρινο αφηρημένο ψάρι .

Κάποια μέρα καθώς μεθούσε στον ορίζοντα της σκέψης , με τις σταγόνες της βροχής, ένας θόρυβος , μία θραύση , της υγρής κατάδυσης , ένας δρόμος ανοίχτηκε προς την αγκαλιά του , μια νεαρή κοπέλα ξάπλωσε στο στρώμα του . Ευθύς θυμήθηκε την νεράιδα που στοίχειωσε το σώμα του… Μία μαγική φωνή γκρέμισε την χαύνωσή του και πρόφερε…

- Είσαι εσύ ;

Η κοπέλα δεν απάντησε , μόνο έπλεξε λίγες σταγόνες αίμα με το αλμυρό σύμπαν…

- Εσύ θα είσαι !


Η κοπέλα είχε κλειστά τα μάτια , δεν άκουγε τις επιθυμίες μας . για χρόνια πρόσμενε κάποιον νεαρό φοιτητή… αυτός δεν ερχόταν . Βολτάριζε συχνά στις κόψεις της γης , αγνάντευε τον θάνατο . Αρνιόταν τις προσταγές της φύσης , τριγυρνούσε μόνο . Ο φοιτητής , όπως κι εμείς όλοι , ποθούσε να ερωτευτεί μια χάρτινη γυναίκα , την ηρωίδα μιας φυλλάδας , το μοιραίο άγγιγμα . Μια μέρα , άνοιξε ένα βιβλίο κι ευθύς γεννήθηκε μια εικόνα… σ’ αυτήν έτρεξε , μ’ αυτήν ξάπλωσε , μ’ αυτήν ένωσε την ψυχή με το σύμπαν…

Η κοπέλα κείτονταν τώρα νεκρή και το χειρότερο , αζήτητη . Έμεινε εκεί τρεις ολόκληρους μήνες , μες στην αγκαλιά του μαγεμένου φύκου . Οι πόθοι που ξύπνησαν, η λαχτάρα για μιαν αλήθεια , για ένα συνηθισμένο σ’ αγαπώ . Την κρατούσε αγκαλιά , μοιρολογούσε κι αγρίευε στα πεινασμένα ψάρια μα ήταν ανήμπορος… την έβλεπε μόνο να σπέρνει τα κομμάτια της , να λιώνει να ασκημίζει . Προσπαθούσε να φανταστεί τη φωνή της… καταριόταν τη μοίρα του .

Το πανηγύρι στήθηκε καιρό γύρω από το άψυχο σαρκίο , τα μαλλιά της χτένιζαν τους λαθρεπιβάτες . Ο φύκος έφτασε στο σημείο να επιθυμεί τον γυμνωμένο θάνατο , ονειρευόταν να ρουφά ιδρώτα από χίλιες πληγές , ονειρευόταν ένα φιλί και μια βίαιη κίνηση , ονειρευόταν τον παρθενικό υμένα σινιάλο για βάρβαρες γοές . Μέσα στην αμαρτία βουτηγμένος δεν μέτρησε τις μέρες και τις νύχτες που περνούσαν… ο χειμώνας ήρθε και του την πήρε .



Οι γέροι πεθαίνουν συχνά τον χειμώνα , καθώς κρυώνουν συρρικνώνονται σ’ ένα κέντρο άρρωστο , αντικρίζουν αυτά που έχασαν , τις κενές ώρες , τις απραγματοποίητες ιδέες . Πόσο γέρος αισθανόταν ο φύκος ! Το ρολόι έμοιαζε να έχει σταματήσει… όνειρα που δεν υπήρχαν . Εκτελούσε τις σκέψεις στεγνά , αφέθηκε στο ρεύμα , κοιτούσε και δεν κοιτούσε .

Όταν η άνοιξη μπήκε μετά από πολλές καταιγίδες , τον πλησίασε να τον ζεστάνει μα αυτός γέλασε… χόρεψε με τα παιχνιδίσματα του φωτός μα όλο γλιστρούσε , όλο και δεν υπήρχε . Η απουσία ξέρω πως γεννιέται… αρκεί να κυριαρχεί ο φόβος . Σταμάτησε να ελπίζει κι έγινε υπολογιστής . Ο βυθός μοιάζει σαν ένας κρυψώνας μα το κρυφό χρειάζεται κάτι ακόμα πιο κρυφό για να μην συναπαντήσει τον εαυτό του . Ο φύκος σταμάτησε να προσφέρει στέγη σε φίλους και μη , φανέρωνε γενιές συντρόφων . Έγινε άσχημος και λερός , όλοι τον κουτσομπόλευαν , τα ερωτευμένα ψάρια απέστρεφαν τα ασημένια κάλλη τους , οι αστερίες πολεμούσαν τις ρίζες του .

Τα πάντα ξαναγεννήθηκαν χωρίς αυτόν… πάγωσαν οι εποχές… ίσως να πέρασαν χρόνια . Στις μυθικές χώρες που συναντιόμαστε ξεχνάμε τις αισθήσεις του δειλινού της χαραυγής , του μεσημεριού της νύχτας . Το ηλεκτρικό μαστίζει την φαντασία μας κι ο πολιτισμός κλέβει κάτι απ’ τις ανάγκες μας… την εναλλαγή , όχι το νταπ νταπ των μηχανών , αλλά την ελικοειδή πρόσφυση της αναπνοής με το χρόνο…



Ο φύκος στεκόταν τώρα καταμεσής μιας άλλης άνοιξης , οι γείτονες τον είχαν συνηθίσει κι η μοίρα είχε δέσει τον ιστό της , σκηνοθέτης αισθητικός… διάλεξε εκείνη τη μέρα να την ενορχηστρώσει τρελά , μια μέρα μια στιγμή αναποφάσιστη . Ο ήλιος κρυβόταν και ξεπρόβαλε , άστραφτε και σκοτείνιαζε… τα σύννεφα περαστικά , τρέχαν στον τόπο που ποθούμε… μεγάλα σύννεφα , πότε μικρά… πότε μικρά να χαλιναγωγούν την μοναδικότητα , να πλάθονται μεγάλα… πότε μεγάλα να αναλύουν την υποκειμενικότητα , να κόβονται κομμάτια , να χάνονται . Σουρούπωνε κι ο φύκος έλπιζε να ισορροπήσει στο σκοτάδι . Άγρια η άνοιξη κι η τύχη αγέραστη να σκαρώνει παιχνίδια… ένα αφρόντιστο πλαφ , ξεσπίτωσε ξαφνικά μερικούς γειτόνους , ένα καβούρι γκρεμίστηκε σε μια αμμώδη σπηλιά συναντώντας το θηλυκό και μια κοπέλα κάτασπρη αγκύλωσε τον φύκο… τον αγκάλιασε , τον άρπαξε , τον τράβηξε… η ζωή τον πήρε μαζί της , απεγνωσμένα τον πλήγωσε , δάκρυσε για μια ανάσα , αναδύθηκαν μαζί… ούρλιαξε με το αρχαϊκό Α… όπως λέμε Αρχή και…



Το σούρουπο είχε έρθει για τα καλά , ο βράχος έριχνε τη σκιά του , ερεθιζόταν η ακοή μόνο με τις αναπνοές και το ήρεμο κύμα . Ήταν δύο… άνθρωποι μαζί . Ο Καπετάν Φρη κρατούσε ανοιχτά τα σπλάχνα του για λίγο ανθρώπινο αέρα κι αυτός ο αέρας είχε αποκτήσει τώρα , αξία κρασιού ταξιδευτή , μιλούσε στα στόματά τους… τα δύο χείλη τα γυναικεία , κόκκινα γλυκά , να περιμένουν να παίζουν… τα δυό χείλη τα αντρικά , τραχιά κι αθώα , απ’ τη μοναξιά κουρασμένα . Πριν πέσει το σκοτάδι , είχαν βρεθεί κι οι δυο στην ακτή - αν μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ακτή αυτές τις κόγχες - γευόταν ο καθένας το σώμα του… απίστευτο !

- Είσαι εσύ… είπε με βεβαιότητα ο Καπετάν Φρη .

-Έζησα… είπε η κοπέλα , κατάπιε έναν λυγμό , γέλασε και έκλαψε . Η γη ήταν τόσο φιλική !

- Είναι καιρός που σε περίμενα… δεν γνώριζα…

- Βούτηξα απ’ τον γκρεμό με μια πνοή , ζήτησα τον θάνατό μου… βούτηξα στο ποθητό κενοτάφιο , άγγιξα τη ζωή στον πυθμένα της υγρής απόγνωσης , έσφιξα τα δόντια άρπαξα ένα σημάδι , το κράτησα δικό μου , αναδύθηκα , έζησα . Μοιάζει η μοίρα να με κράτησε απ’ το χέρι και να με πήγε μια βόλτα . Στο δρόμο μου έδειξε τη ζωή και το θάνατο . Παντρεύτηκα μαζί τους και ερωτεύτηκα .

- Μοιάζει ο δρόμος μου να είχε τελειώσει . Έφτιαξα την εικόνα μου , στολίστηκα έναν τίτλο , παγιδεύτηκα στο σπίτι των ωκεανών , έχασα τα μάτια μου , βρέθηκα σ’ ένα σήμαντρο… χτυπούσαν οι εποχές την καμπάνα κι εγώ έπλεα για μια υπόσχεση . Όναιρα είναι και οι εφιάλτες και τιμωρήθηκα… μίσησα το βράχο αυτό , ζήλεψα τους αυτόχειρες. Κοιμήθηκα με το πείσμα μου , το μένος για τη μονότονη κίνηση ήταν μεγάλο . Σήμερα μόλις με ξεγέλασε ο ήλιος… στεκόμουν και ποθούσα το σκοτάδι , το σκοτάδι που έρχεται τώρα . Να κρυφτώ από ποιον…; Τώρα το φεγγάρι με διαπερνά φιλικά κι εγώ δίνομαι στις ακτίνες του . Αρκούσε ένα χέρι , το δικό σου , για να αναστηθώ . Πάντα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή .

- Τι θα κάνουμε τώρα ;

- Θα περάσουμε την ώρα , θα μιλήσουμε , θα αγγιχτούμε , θα σχεδιάσουμε , θα παίξουμε με τ’ αστέρια.



Το σκοτάδι είχε πέσει και `γω με την πένα μου σημειώνω το λογικό τέλος . Η νεράιδα είπε… ο πόθος μεταμορφώνει , κι εγώ λέω… ο πόθος κρύβεται , χρειάζεται σκιά και χρόνο .


( Έργα : 1 Adam Fuss - 2,3,5 Margaret Tait - 4,6 Peter Callesen )

15 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο...
(Δεν ξέρω αν έχεις δεί Τιμ Μπάρτον..την
"Νεκρή Νύφη", με τις ξύλινες κούκλες..να παίζουν, ένα απο τα έργα πού λάτρεψα)
Σημειώνω τον ..επίλογο σου..
"..σκιά και χρόνο.."
Νάσαι καλά..το διάβασα απ την αρχή, όλο. Το 3ο και τελευταίο μέρος.. το απογείωσε.
:)

Talisker είπε...

:)τι λιγο αποκοσμα και μαγικα ειναι εδω...

θα στειλω το ξωτικο μου να σας πει ..πως εχετε και οι δυο..δικιο!

και να συμπληρωσει πως ο ποθος..
σκλαβωνει!

Ανώνυμος είπε...

..και ταυτόχρονα, ελευθερώνει!
δεν διaφωνώ, βέβαια,στο σχόλιο σου
talisker
-)

Despoina Chatzipavlidou είπε...

σπίθα χαρά στο κουράγιο σου που το διάβασες όλο ! Σε ευχαριστώ. Ναι μου άρεσε η "Νεκρή νύφη". Δεν είχα σκεφτεί κάποια σύνδεση με αυτήν άλλωστε ο Φρη γράφτηκε το 1999. Όμως πάντα το φανταζόμουν σε κινούμενο σχέδιο... :)

talisker, το χρειάζομαι το ξωτικό σου...

panoptis είπε...

πολύ μεγάλο το ταξίδι.
παραμύθι νερένιο, ζωντανό και ζεστό στην παγωνιά του.
δεν θα το βαρεθώ να το διαβάζω ξανά και ξανά...
καλό βράδυ...

Ανώνυμος είπε...

"Τα παραμύθια", δίπλα μου έχω...
του HERMANN HESSE (εκδ,Σμιλη)
Με ταξίδεψε...όπως ταξιδεύουν τα ωραία παραμύθια, που είναι πιό "α-ληθινά"..απο τα αληθινά.
(α-λήθεια..όχι λήθη)
Δεν χρειαζόταν κουράγιο, διάθεσης..θέμα.
:)

Despoina Chatzipavlidou είπε...

panopti !!! πάλι υπερβάλεις !
αλλά μου αρέσει :))

Despoina Chatzipavlidou είπε...

σπίθα, διαβάζεις πολύ ! έχεις διαβάσει τον "Ανύπαρκτο Ιππότη" του Ιτάλο Καλβίνο ; αυτό είναι ένα παραμύθι που βγαίνει πάντα αληθινό...
και είναι σε όλους διαθέσιμο.
καλή νύχτα να είναι αυτή, η πιο κρύα του χειμώνα

Ανώνυμος είπε...

...όχι((((
Τα Κοσμοκωμικά ..του Καλβίνο,μόνο!
Διάβαζα..λίγο, παλιά..
Να το πάρω ή ..θα μου το
διαβάσεις;
:)
Καλημέρα..

Ανώνυμος είπε...

Το παρήγγειλα...(για νάμαι μέσα..)
και αύριο θα τόχω.
Αναρωτιέμαι..αφού είναι "ανύπαρκτος", πώς είναι... ιππότης;!

Despoina Chatzipavlidou είπε...

διάβασε μόνο και θα καταλάβεις .

Ανώνυμος είπε...

Εντάξει...ελπίζω να μου το φέρουν, σήμερα.
Μ'άρέσει ο Ίταλο..και ευκαιρία, μούδωσες, να αρχίζω..να διαβάζω, πάλι! Τόχα...κόψει.
-))
Καλημέρα..

ε είπε...

"Οι γέροι πεθαίνουν συχνά τον χειμώνα , καθώς κρυώνουν συρρικνώνονται σ’ ένα κέντρο άρρωστο , αντικρίζουν αυτά που έχασαν , τις κενές ώρες , τις απραγματοποίητες ιδέες."
πωπω σφιχτηκε το στομαχι μου με αυτο.
ημουν και αποκλεισμενη στο σπιτι μου αυτες τις μερες,και σκεφτομουν διαφορα.
τελος παντων,καλημερα.

Γωγώ Πακτίτη είπε...

καταρχήν να σε ευχαριστήσω για την έπίσκεψή σου στη σελίδα μου!
έτσι μου έδωσες την ευκαιρία,να διαβάσω αυτό το υπέροχο κείμενο.
ο λόγος είναι όμορφος και σε ταξιδεύει...

καλό μεσημέρι!
Γωγώ.

Despoina Chatzipavlidou είπε...

ε, μήπως φοβόμαστε ότι εμείς δεν θα γλυτώσουμε ; τι θα ήθελες να έχεις, τι θα σου ήταν αρκετό ;

Γωγώ, να τα λέμε αλλά και να είμαστε και πιο αυστηροί αν χρειάζεται... γιατί όχι ; :)