"Οι τσιγγάνοι πεθαίνουν από αγάπη" - "Lautary", 1972
Εμίλ Λοτιάνου
"Η ταινία που έκανε παγκόσμια γνωστό τον Εμίλ Λοτιάνου και μαζί με το Οι τσιγγάνοι ανεβαίνουν στον ουρανό (ή Τσιγγάνικη αγάπη) αποτελεί μια μουσική και λυρική διλογία πάνω στα ήθη, τα έθιμα και τους θρύλους των τσιγγάνων της Μολδαβίας, πατρίδας του σκηνοθέτη...
Η ιστορία της ταινίας είναι εξαιρετικά απλή και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: ένας νεαρός μουσικάντης, μεγάλος βιρτουόζος του βιολιού, περιπλανιέται με τη φυλή των Λαουτάρηδων σ' όλη την Μολδαβία, ψάχνοντας να βρει την αγαπημένη του Λιάνκα, που την πάντρεψαν μ' έναν πλούσιο τσιγγάνο. Το ερωτικό πάθος του γι' αυτήν δε θα σβήσει κι όταν ακόμα ασπρίσουν οι τρίχες τις κεφαλής του. Μάταια όμως ο ήρωας θα αναζητά τη μοναδική αγαπημένη του.
Όλη η ταινία πάλλεται από τη μουσική, που καθοδηγεί το ρυθμό της αφήγησης, της μουσικής, των συναισθημάτων, του παιξίματος των ηθοποιών (που είναι όλοι αληθινοί μουσικοί). Τα χρώματα συμμετέχουν ενεργά σ' αυτό το παιχνίδι της υπερβολής και ο Λοτιάνου χρωματίζει με μια απόλυτη ελευθερία (κι αυθαιρεσία) το εξωτερικό κι εσωτερικό τοπίο της ταινίας του.
Αναφερόμενος στη λατρεία των τσιγγάνων, ο Λοτιάνου λέει: "Οι τσιγγάνοι είναι ο μόνος λαός που έχει για πατρίδα του ολόκληρη τη γη. Θρησκεία τους είναι η ατέρμονη περιπλάνηση. Λίκνισμά τους το τραγούδι. Τα παιχνίδια τους είναι οι ζαβολιές, οι απάτες κι οι κλοπές. Στη θέση του Ναού έχουν την Αγάπη. Οι τσιγγάνοι είναι το τελευταίο δείγμα της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Ο συμβιβασμός στον έρωτα δε γίνεται ποτέ αποδεκτός στους τσιγγάνους... Το παιχνίδι με τη γυναίκα είναι διαβολικό, γιατί μαζί της είναι αδύνατον να κερδίσεις. Οι τσιγγάνικες ιστορίες είναι παραμύθια για μεγάλους. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά στράφηκαν προς αυτούς συγγραφείς σαν τους Τολστόι, Πούσκιν, Μεριμέ, Λόρκα, Μαρκέζ κ.ά.".
Κατηγόρησαν συχνά τον Λοτιάνου ότι παρασύρεται από τα φολκλορικά στοιχεία των ιστοριών του. Αυτός όμως έχει έτοιμη την απάντηση: "Το φολκλόρ στην πιο κλασική μορφή του είναι για μένα η πιο προσωπική διαθήκη των προγόνων μου. Αισθάνθηκα πάντα μέσα στη λαϊκή ποίηση ένα μαγικό και μυστηριώδη χαρακτήρα...
Το φολκλόρ με επηρεάζει από μικρό παιδί. Ένιωσα τον ιδιαίτερο και ενδότερο χαρακτήρα της πατρίδας μου μέσα από την ευαίσθητη μουσική... μέσα από το συνδυασμό των χρωμάτων στα εθνικά κοστούμια, τα φουλάρια, τα τραπεζομάντηλα, τα χαλιά μας, μέσα από την αρχιτεκτονική των χωριών μας κλπ..."."
("1916-1986 μια συλλογή ταινιών" του Παράλληλου Κυκλώματος Studio,
επιμέλεια και σύνταξη Μπ. Ακτσόγλου)
Εμίλ Λοτιάνου
"Η ταινία που έκανε παγκόσμια γνωστό τον Εμίλ Λοτιάνου και μαζί με το Οι τσιγγάνοι ανεβαίνουν στον ουρανό (ή Τσιγγάνικη αγάπη) αποτελεί μια μουσική και λυρική διλογία πάνω στα ήθη, τα έθιμα και τους θρύλους των τσιγγάνων της Μολδαβίας, πατρίδας του σκηνοθέτη...
Η ιστορία της ταινίας είναι εξαιρετικά απλή και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: ένας νεαρός μουσικάντης, μεγάλος βιρτουόζος του βιολιού, περιπλανιέται με τη φυλή των Λαουτάρηδων σ' όλη την Μολδαβία, ψάχνοντας να βρει την αγαπημένη του Λιάνκα, που την πάντρεψαν μ' έναν πλούσιο τσιγγάνο. Το ερωτικό πάθος του γι' αυτήν δε θα σβήσει κι όταν ακόμα ασπρίσουν οι τρίχες τις κεφαλής του. Μάταια όμως ο ήρωας θα αναζητά τη μοναδική αγαπημένη του.
Όλη η ταινία πάλλεται από τη μουσική, που καθοδηγεί το ρυθμό της αφήγησης, της μουσικής, των συναισθημάτων, του παιξίματος των ηθοποιών (που είναι όλοι αληθινοί μουσικοί). Τα χρώματα συμμετέχουν ενεργά σ' αυτό το παιχνίδι της υπερβολής και ο Λοτιάνου χρωματίζει με μια απόλυτη ελευθερία (κι αυθαιρεσία) το εξωτερικό κι εσωτερικό τοπίο της ταινίας του.
Αναφερόμενος στη λατρεία των τσιγγάνων, ο Λοτιάνου λέει: "Οι τσιγγάνοι είναι ο μόνος λαός που έχει για πατρίδα του ολόκληρη τη γη. Θρησκεία τους είναι η ατέρμονη περιπλάνηση. Λίκνισμά τους το τραγούδι. Τα παιχνίδια τους είναι οι ζαβολιές, οι απάτες κι οι κλοπές. Στη θέση του Ναού έχουν την Αγάπη. Οι τσιγγάνοι είναι το τελευταίο δείγμα της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Ο συμβιβασμός στον έρωτα δε γίνεται ποτέ αποδεκτός στους τσιγγάνους... Το παιχνίδι με τη γυναίκα είναι διαβολικό, γιατί μαζί της είναι αδύνατον να κερδίσεις. Οι τσιγγάνικες ιστορίες είναι παραμύθια για μεγάλους. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά στράφηκαν προς αυτούς συγγραφείς σαν τους Τολστόι, Πούσκιν, Μεριμέ, Λόρκα, Μαρκέζ κ.ά.".
Κατηγόρησαν συχνά τον Λοτιάνου ότι παρασύρεται από τα φολκλορικά στοιχεία των ιστοριών του. Αυτός όμως έχει έτοιμη την απάντηση: "Το φολκλόρ στην πιο κλασική μορφή του είναι για μένα η πιο προσωπική διαθήκη των προγόνων μου. Αισθάνθηκα πάντα μέσα στη λαϊκή ποίηση ένα μαγικό και μυστηριώδη χαρακτήρα...
Το φολκλόρ με επηρεάζει από μικρό παιδί. Ένιωσα τον ιδιαίτερο και ενδότερο χαρακτήρα της πατρίδας μου μέσα από την ευαίσθητη μουσική... μέσα από το συνδυασμό των χρωμάτων στα εθνικά κοστούμια, τα φουλάρια, τα τραπεζομάντηλα, τα χαλιά μας, μέσα από την αρχιτεκτονική των χωριών μας κλπ..."."
("1916-1986 μια συλλογή ταινιών" του Παράλληλου Κυκλώματος Studio,
επιμέλεια και σύνταξη Μπ. Ακτσόγλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου